σεισμογραφία

σεισμογραφία
η сейсмография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σεισμογραφία" в других словарях:

  • σεισμογραφία — η, Ν (γεωφ.) κλάδος τής σεισμολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών εδαφικών κινήσεων, όπως αυτές καταγράφονται από τους σεισμογράφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismography (< σεισμός + γραφία*)] …   Dictionary of Greek

  • σεισμογραφία — η αναγραφή και μελέτη των σεισμικών δονήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • σεισμογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεισμογράφο ή στη σεισμογραφία («σεισμογραφικές παρατηρήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμογράφος*. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα] …   Dictionary of Greek

  • σεισμογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμογραφία: Σεισμογραφικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»